- βρασματίας
- βρασματίας, ο (Α) [βράσσω, βράζω]αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρασματίας — βρασματίᾱς , βρασματίας masc acc pl βρασματίᾱς , βρασματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασματίαι — βρασματίας masc nom/voc pl βρασματίᾱͅ , βρασματίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασματίαν — βρασματίᾱν , βρασματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) βρασματίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασματίᾳ — βρασματίαι , βρασματίας masc nom/voc pl βρασματίᾱͅ , βρασματίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek